- φωτοβολταϊκός
- -ή, -ό, Νφρ. α) «φωτοβολταϊκό φαινόμενο»φυσ. φυσική διεργασία κατά την οποία δύο ανόμοια υλικά, σε στενή επαφή μεταξύ τους, ενεργούν ως ένα ηλεκτρικό στοιχείο όταν εκτίθενται στο φως ή σε άλλη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολίαβ) «φωτοβολταϊκό στοιχείο» ή «φωτοβολταϊκό κύτταρο» ή «φωτοβολταϊκός μετατροπέας»(ηλεκτρον.) συσκευή που χρησιμοποιεί το φωτοβολταϊκό φαινόμενο για την άμεση μετατροπή μέρους τής περιεχόμενης στην ηλιακή ακτινοβολία ενέργειας σε ηλεκτρισμό, αλλ. φωτοστοιχείο, ηλιακό στοιχείο ή ηλιακή στήλη ή φωτοστήληγ) «φωτοβολταϊκή γεννήτρια»(ηλεκτρον.) γεννήτρια ηλεκτρικού ρεύματος που χρησιμοποιεί φωτοβολταϊκά στοιχεία.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. photovoltaic < photo- (< φωτ[ο]-*) + voltaic (βλ. βολταϊκός)].
Dictionary of Greek. 2013.